ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ 2 1
1. Παύλος, απόστολος Ιησού Χριστού διά θελήματος Θεού κατά την επαγγελίαν της ζωής της εν Χριστώ Ιησού,
2. προς Τιμόθεον το αγαπητόν τέκνον· είη χάρις, έλεος, ειρήνη από Θεού Πατρός και Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών.
3. Ευχαριστώ τον Θεόν, τον οποίον λατρεύω από προγόνων μετά καθαράς συνειδήσεως, ότι αδιαλείπτως σε ενθυμούμαι εν ταις δεήσεσί μου νύκτα και ημέραν,
4. επιποθών να σε ίδω, ενθυμούμενος τα δάκρυά σου, διά να εμπλησθώ χαράς,
5. ανακαλών εις την μνήμην μου την εν σοι ανυπόκριτον πίστιν, ήτις πρώτον κατώκησεν εν τη μάμμη σου Λωΐδι και εν τη μητρί σου Ευνίκη, είμαι δε πεπεισμένος ότι και εν σοι.
6. Διά την οποίαν αιτίαν σε υπενθυμίζω να αναζωπυρής το χάρισμα του Θεού, το οποίον είναι εν σοι διά της επιθέσεως των χειρών μου·
7. διότι δεν έδωκεν εις ημάς ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού.
8. Μη αισχυνθής λοιπόν την μαρτυρίαν του Κυρίου ημών μηδέ εμέ τον δέσμιον αυτού, αλλά συγκακοπάθησον μετά του ευαγγελίου με την δύναμιν του Θεού,
9. όστις έσωσεν ημάς και εκάλεσε με κλήσιν αγίαν, ουχί κατά τα έργα ημών, αλλά κατά την εαυτού πρόθεσιν και χάριν, την δοθείσαν εις ημάς εν Χριστώ Ιησού προ χρόνων αιωνίων,
10. φανερωθείσαν δε τώρα διά της επιφανείας του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, όστις κατήργησε μεν τον θάνατον, έφερε δε εις φως την ζωήν και την αφθαρσίαν διά του ευαγγελίου,
11. εις το οποίον ετάχθην εγώ κήρυξ και απόστολος και διδάσκαλος των εθνών.
12. Διά την οποίαν αιτίαν και πάσχω ταύτα, πλην δεν επαισχύνομαι· διότι εξεύρω εις τίνα επίστευσα, και είμαι πεπεισμένος ότι είναι δυνατός να φυλάξη την παρακαταθήκην μου μέχρις εκείνης της ημέρας.
13. Κράτει το υπόδειγμα των υγιαινόντων λόγων, τους οποίους ήκουσας παρ' εμού, μετά πίστεως και αγάπης της εν Χριστώ Ιησού.
14. Την καλήν παρακαταθήκην φύλαξον διά του Πνεύματος του Αγίου του ενοικούντος εν ημίν.
15. Εξεύρεις τούτο, ότι με απεστράφησαν πάντες οι εν τη Ασία, εκ των οποίων είναι ο Φύγελλος και ο Ερμογένης.
16. Είθε ο Κύριος να δώση έλεος εις τον οίκον του Ονησιφόρου, διότι πολλάκις με παρηγόρησε και δεν επησχύνθη την άλυσίν μου,
17. αλλ' ότε ήλθεν εις την Ρώμην, με εζήτησε μετά σπουδής πολλής και με εύρεν·
18. είθε ο Κύριος να δώση εις αυτόν να εύρη έλεος παρά Κυρίου εν εκείνη τη ημέρα· και όσας διακονίας έκαμεν εν Εφέσω, συ εξεύρεις καλήτερα.